Υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό… αποτυχίας για κάθε ομάδα που κοντράρεται με την Εθνική Ελλάδας! Ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά να θίξεις τον εγωισμό και την υπερηφάνεια του Έλληνα, και μέχρι τώρα οι Γερμανοί – κυρίως εκφραζόμενοι μέσω των media – τα έχουν καταφέρει περίφημα. Και όσο πλησιάζει η ώρα του προημιτελικού τόσο πιο προκλητικοί γίνονται, εμφανίζοντας τα μεγαλύτερά τους κόμπλεξ σε σημείο ξεφτίλας.

Γράφει ο Δημήτρης Κωτσέλης

Εντάξει. Δεκαέξι χρόνια δίχως τίτλο, για μία χώρα όπως η Γερμανία που θέλει να καυχιέται ότι βρίσκεται ανάμεσα στις τέσσερις-πέντε κορυφαίες του κόσμου στο ποδόσφαιρο, είναι μάλλον πολλά. Και γίνονται ακόμα περισσότερα όταν στη σκέψη τους έρχονται ανέλπιστες επιτυχίες ομάδων, όπως της Ελλάδας το 2004, που βάλθηκαν να αποδείξουν ότι – τουλάχιστον στον αθλητισμό – το κατεστημένο του ισχυρού κόντρα στους ανίσχυρους με πίστη, θέληση και πάθος για διάκριση, μπορεί να σπάσει.

Και τώρα, εν έτει 2012, η Γερμανία η οποία υψώνει επικριτικά το δάκτυλο στην παγκόσμια οικονομική σκηνή ξεχνώντας πως η πρόσφατη ιστορία διδάσκει ότι αυτή θα έπρεπε να είναι η τελευταία που θα κάνει μαθήματα στους άλλους λαούς, βρίσκει στην ποδοσφαιρική της εκδοχή, στο δρόμο προς την ευρωπαϊκή κυριαρχία την Ελλάδα. Συνηθισμένοι φαίνεται να αναχαιτίζονται στις κάθε λογής προελάσεις τους από τους Έλληνες, μοιάζουν πως φοβούνται τους φτωχούς (όπως τονίζουν σε κάθε ευκαιρία) πλειν τίμιους (όπως αποφεύγουν να αναφέρουν) Έλληνες και έχουν βαλθεί να κηρύξουν έναν άνευ προηγουμένου προπαγανδιστικό πόλεμο λάσπης εναντίον μας.

Και τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο μπορεί κανείς αφελώς να τα αντιμετωπίσει. Πρώτον, είναι πασιφανές ότι το απόφθεγμα «ο αθλητισμός δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική» είναι πέρα για πέρα ανιστόρητο. Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες μέχρι τα παγκόσμια πρωταθλήματα και τις εθνικές διοργανώσεις, ο αθλητισμός ως κοινωνικό φαινόμενο πάντοτε επηρέαζε τις μάζες σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαμορφώνει συσχετισμούς δυνάμεων μέχρι και στην πολιτική.

Ποιος θα ξεχάσει για παράδειγμα τον «Πόλεμο των 100 ωρών» που ξέσπασε το 1970 ανάμεσα στην Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ με αφορμή αγώνα για το Παγκόσμιο Κύπελλο; Ποιος θα αρνηθεί ότι σε κάθε αναμέτρηση της Αγγλίας με την Αργεντινή τα  Νησιά Φοκλαντ είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό των δύο εθνών; Ποιος αρνείται ότι για τους Παλαιστινίους, η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα της χώρας τους αποτελεί την αθλητική τους στέγη στην έλλειψη εθνικών συνόρων; Ποιος διαφωνεί πως η από κοινού παρελάσεις των Νότιας και Βόρειας Κορέας στους Ολυμπιακούς Αγώνες στέλνουν πολιτικά μηνύματα που ηγέτες αδυνατούν να λάβουν; Ποιος θα ξεχάσει τη νίκη του Τζέσε Όουενς το 1936 μέσα στο Βερολίνο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ναζιστικής Γερμανίας μπροστά στο βλέμμα του Χίτλερ; Ποιος λησμονεί την εικόνα των Σμιθ και Κάρλος που ύψωσαν τις γροθιές τους εναντίον των φυλετικών διακρίσεων, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικό το 1968, στη διάρκεια της απονομής μεταλλίων; Κι αυτά είναι μόνο ελάχιστα παραδείγματα, ενός συνόλου αδιαμφισβήτητων τεκμηρίων που συντελούν στο γεγονός ότι ο αθλητισμός έχει άμεσες προεκτάσεις στην κοινωνία και κατά συνέπεια στην πολιτική.

Και τώρα, σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, στην κορυφαία δηλαδή διοργάνωση της Γηραιάς Ηπείρου στο λαοφιλέστερο σπορ, η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να συγκρουστούν δύο κόσμοι, σε μία αναμέτρηση που σφύζει από συμβολισμούς. Η Γερμανία της κυριαρχίας, της δύναμης, της πειθαρχίας και της σιγουριάς στις δυνατότητές της στα όρια της αλαζονείας, κοντράρεται με την Ελλάδα της πίστης, της δίψας για διάκριση, της λαμπρής ιστορίας, του αυθορμητισμού, που μάχεται με ψυχή για να αποδείξει πώς κανείς δεν μπορεί να την καταβάλει δίχως αυτή να πέσει μαχόμενη. Σε μια περίοδο όπου στην πολιτικοκοινωνική σκηνή, η Γερμανία έχει φτάσει στο σημείο να υπαγορεύει μέχρι και την ψήφο του ελληνικού λαού κρύβοντας από πίσω το δικό της συμφέρον, οι Έλληνες ψάχνουν απεγνωσμένα μικρά γεγονότα που θα τους κάνουν και πάλι να χαμογελάσουν. Γιατί είμαστε περήφανος λαός και όσοι δεν το αντιλαμβάνονται η ιστορία αποδεικνύει ότι στο τέλος το μετανιώνουν.

Και οι Γερμανοί όπως ακριβώς δεν μας σεβάστηκαν ως λαό σε τούτες τις δύσκολες ώρες που περνάμε ως έθνος καταποντισμένο από τον υπερδανεισμό που ξεκίνησε από τις απαρχές της σύστασης του ελληνικού κράτους και φυσικά γιγαντώθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα όταν οι καταστροφές που αυτοί προκάλεσαν στη χώρα μας καθιστούσαν τακτικές τύπου Μάρσαλ αναγκαστικές σε σημείο επιβίωσης, έτσι ακριβώς δεν μας σέβονται και τώρα. Ο αθλητισμός, και το ποδόσφαιρο ως βιτρίνα του, αποτελούν αναμφισβήτητα μικρογραφία της κοινωνίας. Μία τόση δα μικρή χώρα λοιπόν που τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν τουλάχιστον κομπάρσος στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη, έχει καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να μετατραπεί σε παγκόσμια δύναμη – όσο και αν αυτό δεν αρέσει σε πολλούς. Που είναι λοιπόν ο σεβασμός που θα έπρεπε να δείξουν οι Γερμανοί όπως και κάθε λαός στις ελληνικές επιτυχίες;

Το ένα μετά το άλλο τα δημοσιεύματα στον γερμανικό τύπου των δήθεν έγκυρων εφημερίδων κάνουν την εμφάνισή τους μιλώντας υποτιμητικά για την Ελλάδα ως ποδοσφαιρική ομάδα υποβόσκοντας και υποτιμητικές έννοιες για την Ελλάδα ως έθνος. Τακτικές που θα ζήλευε και ο Γκέμπελς, διαμορφώνουν καθημερινά συνειδήσεις δεκάδων εκατομμυρίων Γερμανών πολιτών φτιάχνοντας στρατιές ανθελλήνων και αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα. Αυτός είναι ο αθλητισμός που ενώνει κύριοι; Πρώτα από όλα είμαστε άνθρωποι και μετά έρχονται οι ταμπέλες. Με αυτό τον τρόπο το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η έχθρα και η διχόνοια μεταξύ των λαών που στην ουσία ως πολίτες του κόσμου δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν… Πόσο κόμπλεξ μπορεί να υπάρχει ποια σε κάθε γερμανικό μέσο που ασχολείται με κάθε ηλιθιότητα για να μπορέσει να αποδείξει με σοφίσματα το αναπόδεικτο; Και έπειτα όλα αυτά συντελούν στο να ωθούν τον κόσμο στα άκρα. Όταν απελπίζεσαι παίρνεις απελπισμένες αποφάσεις όπως ακριβώς όταν σε μειώνουν προσπαθείς με κάθε τρόπο να αποδείξεις πόσο λάθος κάνουν.

Ας μη γελιόμαστε! Μας αντιμετωπίζουν, μέχρι και οι ίδιοι οι παίκτες όπως ακριβώς πριν το 2004. Σα να μη συνέβη τίποτα αυτή τη δεκαετία. Μπορεί να δηλώνουν πολλοί εξ αυτών δημόσια υπό των φόβο των Ιουδαίων ότι «δεν πρέπει να τους υποτιμήσουμε» στην πραγματικότητα όμως – και αυτό φαίνεται από τις αντιδράσεις τους – η αληθινή αντιμετώπιση είναι «ποια Ελλάδα; Ας περάσει ο επόμενος πριν φτάσουμε την κούπα». Και αυτό είναι πραγματικά το μεγαλύτερο λάθος που μπορούν να κάνουν ενόψει του αγώνα και η μεγαλύτερη ευλογία για τους Έλληνες παίκτες.

Γελούσαν κάποτε στην Αγγλία με τον γυρολόγο Ρεχάγκελ και την ομάδα του που θα ήταν εμπόδιο των «Λιονταριών» ενόψει του Μουντιάλ του 2002. Έφτασαν στο σημείο να ειρωνεύονται μέχρι αστειότητας και το τελικό 2-2 μέσα στην έδρα τους – το οποίο ήταν και η απαρχή της ελληνικής ποδοσφαιρικής άνθησης – έφτυσαν αίμα για να το πάρουν. Δεν μας υπολόγισαν το 2004 και τους στείλαμε όλους αδιάβατους. Μας ξέσκισαν για την αποτυχία της Εθνικής να μην προκριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο ως πρωταθλήτρια Ευρώπης και απαντήσαμε με την πανευρωπαϊκή πρωτιά στα προκριματικά του Euro 2008. Μας έκαναν πλάκα μέσα στο Φάληρο οι Τούρκοι στα προκριματικά του Euro, πήγαμε μέσα στην Πόλη και πήραμε ιστορικό «διπλό». Μας ξέγραψαν οι Ουκρανοί από τη συμμετοχή στο Μουντιάλ της Αφρικής και πήγαμε και τους… κλείσαμε το σπίτι. Για… περίπατο μέσα στο «Καραϊσκάκη» μίλαγαν οι Κροάτες, 2-0 και… άντε γεια! Τον προημιτελικό του Euro 2012 σκέφτονταν οι Ρώσοι, και ο Καραγούνης τους έστειλε φιλάκια… Αυτοί είμαστε, όσο κι αν δεν μας σέβονται. Έχουμε πετύχει πολλά. Θα πετύχουμε ακόμα περισσότερα…

Προφανώς και η ποδοσφαιρική λογική απαιτεί τους Γερμανούς νικητές στον προημιτελικό κόντρα στην Ελλάδα. Όπως ακριβώς το ποδοσφαιρικό ήθος απαιτούσε σεβασμό προς την ελληνική ομάδα για τα δυσανάλογα επιτεύγματά της. Σεβασμό δεν μας έδειξε κανείς και τρανό παράδειγμα είναι η διαιτησία αυτού του ευρωπαϊκού την οποία κατέκρινε καλύτερα από όλους ο μάστερ του είδους, Κολίνα. Δεν έχουμε συνηθίσει να μας σέβονται. Μα έχουμε συνηθίσει να δίνουμε μάχες για να κερδίσουμε το σεβασμό των άλλων ώστε να έχουμε καθαρή τη συνείδησή μας, γιατί πάνω από όλα έχουμε φιλότιμο. Όποιος κι αν είσαι, μην πεις ποτέ πως λυπάσαι τους Έλληνες και την Ελλάδα. Είναι τόσο περήφανος ως λαός, που θα έρθει η μέρα που θα καταλάβεις το λάθος σου, γιατί εν τέλει δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να σε λυπούνται…

 

Πηγή: Sportnetcy.com